- αλαργάρω
- (λ. ιταλ.)1. μτβ., απομακρύνω: Προσπαθούσε να αλαργάρει τη βάρκα.2. αμτβ., απομακρύνομαι: Το πλοίο είχε πια αλαργάρει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] … Dictionary of Greek
αλαργάρισμα — το [αλαργάρω] το αλάργεμα … Dictionary of Greek
λαργάρω — [λάργα] αλαργάρω … Dictionary of Greek